κόιρ

κόιρ
το
βοτ. ίνα που λαμβάνεται από τον καρπό τού κοκοφοίνικα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. αγγλ. coir < γλώσσα Ταμίλ τής νότιας Ινδίας kayiru].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ήρανος — ἤρανος, ό (AM) μσν. κυβερνήτης αρχ. 1. προστάτης (ἤρανον γαίης» τον προστάτη τής περιοχής, Απολλ. Ρόδ.) 2. φίλος («Χαρίτων ἤρανον») 3. γνώστης («πάσης ἤρανον ἱστορίης»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήρ ανος (πρβλ. κοίρ ανος). Συνδέεται με αρχ. ινδ. vāraka… …   Dictionary of Greek

  • Μογγολία — Κράτος της κεντρικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Ρωσία και στα Α, στα Ν και στα Δ με την Κίνα.Tα εδαφικά όρια της Μ., εξαιτίας των χαρακτηριστικών της περιοχής στην οποία εκτείνεται η χώρα, δεν καθορίζονται από φυσικά στοιχεία, εκτός από το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”